Dictionary of Greek. 2013.
λοστρόμος — και νοστρόμος, ο ναύκληρος εμπορικού πλοίου ή πρωρέας πολεμικού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. nostromo «ναύκληρος», με ανομοίωση] … Dictionary of Greek